ἔβαλεν

ἔβαλεν
βάλλω
throw
aor ind act 3rd sg
ἔβᾱλεν , βάλλω
throw
aor ind act 3rd sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κἄβαλεν — ἔβαλεν , βάλλω throw aor ind act 3rd sg ἔβᾱλεν , βάλλω throw aor ind act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • въложити — ВЪЛОЖ|ИТИ (259), ОУ, ИТЬ гл. 1. Поместить, вложить внутрь чего л.: аште въложиши || ѹгль огньнъ. [в сосуд] исѹшѩѥть и пожьжеть влагѹ и очиштѩють. Изб 1076, 208–208 об.; и въложьше [его] въ корабль. СкБГ XII, 16б; и б҃аство и ины вещи. въ ˫адра… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • вълагати — ВЪЛАГА|ТИ (101), Ю, ѤТЬ гл. 1. Помещать, класть внутрь чего л.: потребьно же онѣмь. донеси имъ <в>ьсе бо то <в>ъ р<ѹ>цѣ б҃жии вълагаѥши Изб 1076, 14 об.; вълагають пьрстъ десны˫а рѹкы въ ноздрь (ἐπαναπαύουσι) КЕ XII, 276а; абиѥ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Leptón griego — Moneda de cinco leptones (o leptá) de dracma de 1869. Leptón o leptó (griego antiguo y kazarévusa …   Wikipedia Español

  • TORCULAR — machina est uvis premendis apta, in qua trabes, quibus uva calcata premitur, prela appellantur: a torqueo Becmannus in Origin. L. L. Graece Λληνὸς, unde Bacchus Ληναῖς, Lenaeus. Virg. Georg.l. 2. v. 7. Huc pater ô Lenaee veni, nudataque mustô… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επιπτυχή — ἐπιπτυχή, ἡ (Α) [επιπτύσσω] επικάλυμμα («ἔβαλεν ἐπὶ τὴν ἐπιπτυχὴν τοῡ θώρακος ἀκοντίσματι», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων …   Dictionary of Greek

  • κρατερός — I (; – 321 π.Χ.). Μακεδόνας στρατηγός. Αφού διέπρεψε ως διοικητής μονάδων στις μάχες του Γρανικού (334 π.Χ.) και της Ισσού (333), στην πολιορκία της Τύρου (332), στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) και στην εισβολή στην Υρκανία (330), έγινε ο πιο… …   Dictionary of Greek

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

  • συνεοχμός — ὁ, Α συναρμογή («τὸν ῥ ἔβαλεν κεφαλῆς τε καὶ αὐχένος ἐν συνεοχμῷ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, ο τ. συνεοχμός έχει σχηματιστεί για μετρικούς λόγους αντί ενός τ. *συνοχμός (< συν * + οχμος, από την ετεροιωμένη βαθμίδα του ρ. ἔχω), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”